- ἀνθρωποφάγοι
- ἀνθρωποφάγοςman-eatingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανδροφάγοι — Αρχαίος λαός στην περιοχή της Ουκρανίας. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, κατοικούσαν πέρα από τη Σκυθική έρημο και έφτανε κανείς εκεί μετά από δεκαήμερο ταξίδι, διαπλέοντας τον Βορυσθένη ποταμό (Δνείπερο). Οι Α. ήταν νομάδες, με πολύ άγρια ήθη και… … Dictionary of Greek
Ανταμάνιοι — Πυγμαίοι των νήσων Ανταμάν, νεγροειδούς φυλής. Έχουν σκούρο δέρμα, μικρό ανάστημα (κάτω από 1,50 μ.), πλατύ κορμό στις πλάτες και στενό στη λεκάνη, κοντούς βραχίονες και μηρούς, πολύ κατσαρά μαλλιά και περιορισμένη χωρητικότητα κρανίου (1.200 κ.… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
καρχαρινίδες — (carcharhinidae). Οικογένεια σαρκοφάγων ψαριών της τάξης των ελασματοβραγχίων, που περιλαμβάνει 12 γένη και 50 είδη. Ζουν σχεδόν σε όλες τις θάλασσες, κυρίως όμως στα ζεστά νερά. Από αυτά, άλλα είναι πολύ επικίνδυνα και άλλα έχουν εμπορική αξία,… … Dictionary of Greek
Μπασούτοι ή Μπασότο — Αφρικανικός λαός της ομογλωσσίας Μπαντού, που κατοικεί στην ορεινή περιοχή στα Β του άνω ρου του ποταμού Οράγγη και στα Δ των Ορέων Ντράκενσμπεργκ. Παλιότερα ήταν ανθρωποφάγοι και καθυστερημένοι πολιτιστικά, αλλά σήμερα παρουσιάζουν αρκετή… … Dictionary of Greek